Street as a Mirror
Το κείμενο που ακολουθεί το έγραψα ως πρόλογο στο βιβλίο του Σταύρου Σταματίου, που κυκλοφόρησε στα αγγλικά από τις εκδόσεις φωτογραφικών βιβλίων Eyeshot, με τίτλο: Street as a Mirror.
O Σταύρος Σταματίου φωτογραφίζει, τα πράγματα όπως ξεπροβάλλουν στο άμεσο περιβάλλον του. Όχι σαν κάτι που είναι ιδιαίτερο και ξεχωριστό· σπάνιο ή άγνωστο. Πολύ περισσότερο: δεν σκηνοθετεί τις εικόνες του. Απλώς συλλαμβάνει το γίγνεσθαι εν τω γίγνεσθαι: ως πραγματικότητα που την παρατηρεί καθώς αυτή γίνεται εμπειρία, βίωμα και μέρος του δικού του εαυτού. Έτσι οι εικόνες του, επιστρέφουν την αποτύπωση του κόσμου μέσα στον οποίο ζούμε όλοι, ως όψεις και εικόνες του δικού του κόσμου. Θα πει κάποιος ότι αυτή είναι η μαγεία της φωτογραφικής τεχνικής. Σύμφωνοι, αλλά πρέπει να κατέχεις αυτή τη μαγεία, ώστε να απελευθερώνεις όλη τη δύναμη της. Και ο Σταματίου την κατέχει…
Στην περίπτωση του, η αντίστιξη ανάμεσα στην αποτύπωση του πραγματικού και στην τέχνη που αισθητοποιεί το φευγαλέο μιας αίσθησης –και γιατί όχι, την έκφραση μιας αλήθειας;– δεν είναι πρόβλημα αλλά δημιουργική πρόκληση. Το πραγματικό λειτουργεί εδώ ως ποιητικό αίτιο καθώς μετασχηματίζεται σε εικόνα, μέσα από την αίσθηση που προκαλεί στον φωτογράφο. Δεν υπάρχει τίποτα το διφορούμενο εδώ ανάμεσα στην εγκυρότητα της φωτογραφικής αποτύπωσης και στην τέχνη, ως έκφραση της υποκειμενικότητας της όρασης. Υπάρχει μόνο η ποιητική της φωτογραφικής τεχνικής με την οποία εκδηλώνεται η υποκειμενικότητα του βλέμματος του φωτογράφου, που δεν αλλοιώνει την πραγματικότητα αλλά αλληλεπιδρά με αυτήν.
Και πράγματι, ακόμα και όταν πρόκειται για εικόνες που μοιάζουν νά προέρχονται από έναν κόσμο της φαντασίας, τα αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά του πραγματικού γειώνουν το φανταστικό στο επίπεδο της εμπειρίας του καθενός. Όπως ακριβώς συμβαίνει όταν λέμε ένα: “μου φάνηκε σαν”, που όλοι έχουμε ξεστομίσει μπροστά σε κάτι χωρίς ούτε στιγμή να νιώσουμε φευγάτοι ή ονειροπαρμένοι και εκτός πραγματικότητας. Χωρίς κόμπλεξ απέναντι σε άλλες τέχνες, ο Σταματίου, με μόνη την αίσθησή του βλέπειν, που τον χαρακτηρίζει, αξιοποιεί τον εγγενή σουρεαλιστικό χαρακτήρα της φωτογραφικής εικόνας και κατευθύνει το βλέμμα με τρόπο ώστε, οι ορατές ιδιότητες των πραγμάτων να λειτουργούν κατευθείαν στην αντίληψη του θεατή ως μεταφορές μιας ποιητικής μεταμόρφωσης.
Νιώθεις μια οικειότητα με τις εικόνες του Σταματίου. Ακόμα και αυτές για τις οποίες έχει επιλέξει μια “σκοτεινή” φόρμα, προκαλούν περισσότερο την έξαψη μιας προσδοκίας, παρά τον φόβο και την απόσταση του ανοίκειου. Και ο λόγος βρίσκεται στην κοινότητα ενός περιβάλλοντος που ούτε στιγμή δεν βγαίνει από τα όρια της σχετικά καθημερινής εμπειρίας όλων μας. Άνθρωποι, ζώα, σκιές, φώτα, καθρεφτίσματα, ύπαιθρο και τόποι δημόσιοι και ιδιωτικοί, όλα μα όλα ανήκουν σε ένα περιβάλλον οικείο για τον καθένα. Και πάνω σε αυτή την κοινότητα παραστάσεων είναι που συναντιέται ο θεατής με το έργο του φωτογράφου, αντικρύζοντας το ως ποιητικό ενδεχόμενο της δικής του πραγματικότητας.