2. Το φωτογραφικό έργο τέχνης ως αισθητικό αντικείμενο
Στο προηγούμενο άρθρο με τίτλο Εν αρχή ην η εικόνα, λέγαμε πως ένα έργο τέχνης γίνεται αντιληπτό τελικά μέσα από την κατασκευή ενός υλικού αντικειμένου. 1 Βέβαια, σε κάποιες περιπτώσεις αυτή η υλικότητα δεν είναι και τόσο προφανής, αλλά αυτό δεν αναιρεί την υπόθεσή μας και το παραβλέπουμε συνειδητά εφόσον θα μας οδηγούσε έξω από το θέμα μας. Το αντικείμενο για το οποίο μιλάμε, λοιπόν, από τη μια καθιστά αισθητό το περιεχόμενο του συγκεκριμένου έργου και, από την άλλη, διαθέτει και χρησιμοποιεί αισθητικές ιδιότητες, που προσελκύουν το ενδιαφέρον και ικανοποιούν τις αισθήσεις στις οποίες απευθύνονται. Εξ ου και ο ορισμός του ως αισθητικό αντικείμενο. Κατ’ αυτή την έννοια, το ποίημα ή μια ποιητική συλλογή είναι αισθητικά αντικείμενα της Ποίησης· ένα πίνακας ή μια τοιχογραφία είναι αισθητικά αντικείμενα της Ζωγραφικής κ.ο.κ. Σε αυτό το πλαίσιο θέσαμε το ερώτημα: ποιο ή τι είναι το αισθητικό αντικείμενο της Φωτογραφίας ως τέχνης; Αυθόρμητα μάλλον θα απαντούσε κανείς: οι φωτογραφικές εικόνες. Είναι όμως σωστή αυτή η απάντηση ή υπάρχουν ενστάσεις περί αυτού;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι φωτογραφικές εικόνες είναι αντικείμενα που αισθητοποιούν ένα περιεχόμενο και επιδιώκουν την ικανοποίηση του αισθητηρίου της όρασης. Και κατά την έννοια αυτή, είναι αισθητικά αντικείμενα. Όμως είναι γνωστό, επίσης, ότι αυτή η ιδιότητα δεν οφείλεται αποκλειστικά σε μια ειδική και επί τούτου μέριμνα, όσο στα εγγενή χαρακτηριστικά της φωτογραφικής τεχνικής. Η φωτογραφική τεχνική, δηλαδή, είναι δομημένη ως διαδικασία ώστε να κάνει εγγενώς δύο πράγματα: το ένα είναι να επιτρέπει στα πράγματα να αποτυπώνουν το ορατό είδωλο του εαυτού τους σε μια φωτοευαίσθητη επιφάνεια. Το δεύτερο, να εγγράφει στο σώμα αυτής της αποτύπωσης και ταυτόχρονα με αυτήν, τη στιγμιαία σχέση του φωτογράφου με ό,τι φωτογραφίζει. και, κατ’ αυτή την έννοια, να την αναπαριστά. Αυτά και τα δυο μαζί, επιτελούνται μέσα από ένα προδιαγεγραμμένο σετ αισθητικών επιλογών, που καθορίζονται από τη φωτογραφική τεχνική, τη λειτουργία της φωτογραφικής συσκευής και την ενεργητική παρουσία του φωτογράφου κατά τη λήψη.
Έτσι, το κάδρο, η οπτική γωνία, ο φωτισμός, και οι λοιπές ρυθμίσεις ακόμα και το κλικ, δεν συνιστούν μια στατική λίστα, αλλά διαθέσιμες μεταβλητές αισθητικού τύπου, που είναι προγραμματισμένες να δέχονται ένα σχεδόν άπειρο φάσμα τιμών, προκειμένου να ιδωθεί, δηλαδή να γίνει αισθητή, μια όψη της πραγματικότητας με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Κατ’ αυτή την έννοια, επαληθεύεται η παρατήρηση του Giulio Argan πως, «δεν υπάρχει δυσκολία στο να γίνει δεκτό ότι οι φωτογραφικές διαδικασίες ανήκουν στην αισθητική». 2
Ενώ όμως ένας πίνακας ζωγραφικής αναγνωρίζεται αυτονόητα ως, ενδεχομένως κακότεχνο, αποτέλεσμα μιας τέχνης δεν ξέρω αν το ίδιο αυτονόητα μπορούμε να αναγνωρίσουμε κάθε φωτογραφική εικόνα ως έργο τέχνης ακόμα και όταν είναι άψογη από άποψη αισθητικής. Κατα πόσο, δηλαδή, μας αρκεί η αισθητική αρτιότητα μιας φωτογραφικής εικόνας για να θεωρηθεί αυτόματα και φωτογραφικό έργο τέχνης; Και ακόμα πιο συγκεκριμένα: τι διαφοροποιεί μια φωτογραφική εικόνα, η οποία προωθεί τις πωλήσεις μιας καφετιέρας από μια παρόμοια, που εκτίθεται στο μουσείο, συμμετέχοντας σε μια έκθεση για το ρόλο του design στην καταναλωτική κοινωνία; Η απάντηση είναι σαφής: δεν υπάρχει τίποτα που να διαφοροποιεί τις δύο εικόνες, όσο τουλάχιστον παραμένουμε στο επίπεδο της αυτόνομης φωτογραφικής εικόνας και επιχειρούμε να τις διακρίνουμε με κριτήριο την αισθητική τους.
Τα πράγματα όμως αλλάζουν άρδην μόλις δούμε αυτήν την εικόνα μέσα στο συγκείμενο που την ορίζει κάθε φορά. Όταν την δούμε , δηλαδή, τη μία φορά στο πλαίσιο της διαφημιστικής καμπάνιας που προωθεί τις πωλήσεις της συγκεκριμένης καφετιέρας και την άλλη, στο πλαίσιο μιας έκθεσης τέχνης που αναφέρεται στους παράγοντες που διαμορφώνουν τη σχέση μας με την πραγματικότητα της καταναλωτικής κοινωνίας. Τότε η οπτική μας διαφοροποιείται και μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την ίδια φωτογραφική εικόνα με εντελώς διαφορετικά κριτήρια. Τί έχει αλλάξει; Στη μια περίπτωση, η εικόνα αυτή είναι μέρος ενός διαφημιστικού έργου που έχει σκοπό τις πωλήσεις. Στην άλλη είναι μέρος ενός έργου τέχνης που αναφέρεται στη σχέση του σύγχρονου ανθρώπου με την καθημερινότητά που τον εκπαιδεύει και τον αντιμετωπίζει ως καταναλωτή. Έτσι, και ενώ σε πρώτο βαθμό, η αισθητική της δεν συνιστά κριτήριο διαφοροποίησης αφού παραμένει ίδια και απαράλλαχτη και στις δυο περιπτώσεις, σε ένα δεύτερο επίπεδο, μόλις δηλαδή γίνει μέρος ενός έργου με διαφοροποιημένο πλαίσιο αναφοράς, τότε γίνεται αμέσως είτε μέρος μιας διαφημιστικής καμπάνιας είτε μέρος ενός έργου τέχνης και η αισθητική της κρίνεται από αυτό.
Αυτό που μόλις περιγράψαμε οφείλεται σε ένα από τα παράδοξα της φωτογραφικής διαδικασίας: είναι μια διαδικασία που μας δίνει φωτογραφικές εικόνες που εξ ορισμού και εγγενώς είναι αισθητικά αντικείμενα, αλλά αυτό από μόνο του δεν τις καθιστά αυτονόητα και έργα τέχνης. Πρέπει, σε ένα δεύτερο επίπεδο, οι εικόνες αυτές να συμμετάσχουν σε ένα πλαίσιο αναφοράς, ειδικά και συνειδητά προσανατολισμένο στη δημιουργία έργου τέχνης, όπου μαζί με άλλες παρόμοιες συγκροτούν ένα άλλο αισθητικό αντικείμενο, – 2ου βαθμού αυτό, με την έννοια ότι συγκροτείται από τις φωτογραφικές εικόνες που το συνθέτουν– και το οποίο συνιστά το σώμα και τη μορφή ενός φωτογραφικού έργου τέχνης.
Έτσι, με την έννοια του αισθητικού αντικειμένου 2ου βαθμού, αποκτούμε ένα σαφές κριτήριο για να διακρίνουμε διάφορες κατηγορίες έργων (ναι, μια καμπάνια διαφήμισης ή ένα ρεποτάζ είναι έργα διαφήμισης, ενημέρωσης κ.ο.κ.) στα οποία εντάσσονται οι φωτογραφικές εικόνες και έτσι, να απαλλαγούμε από τη συγκεχυμένη αντίληψη της “καλλιτεχνικής φωτογραφίας” που εστιάζει σε μια θολή και αναντίστοιχη με τη Φωτογραφία, αντίληψη περί αισθητικής. Μια φωτογραφική εικόνα που ανήκει στο σώμα ενός ρεπορτάζ, μπορεί έξω από αυτό το σώμα να αποτελέσει μέρος κάποιου άλλου με διαφορετικό αντικείμενο και, ενδεχομένως, να αποτελέσει στοιχείο ενός συνταρακτικού έργου τέχνης. Τα παραδείγματα δεν λείπουν, για να θυμηθούμε πρόχειρα τις περιπτώσεις των William Klein, του Daido Moriyama ή του δικού μας Γιάννη Μπεχράκη.
Σε κάθε περίπτωση, ας το πούμε και αυτό, το φωτογραφικό έργο τέχνης δεν είναι μόνο ζήτημα έκφρασης των εμμονών του φωτογράφου. Συγκροτείται μέσα από σκέψη, συνειδητές επιλογές, και δουλειά, που όλα αποσκοπούν στην ολοκλήρωσή του. Ακόμα και όταν στην πορεία συμβαίνουν μεταβολές και αναθεωρήσεις ως προς τη σύνθεση και τη μορφή του, το κριτήριο είναι η ολοκλήρωσή της μορφής του. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει βέβαια, και είναι άνευ νοήματος όταν απλώς συλλέγουμε φωτογραφικές εικόνες. Το φωτογραφικό έργο τέχνης ξεκινάει όταν, ως φωτογράφος, έχεις κάτι που θέλεις και πρέπει να ειπωθεί, οπότε μπαίνεις στη διαδικασία να διαμορφώσεις ή να αναζητήσεις το κατάλληλο υλικό, να βρεις τη μορφή που θα “ειπωθεί” έτσι, ώστε να έχει ενδιαφέρον και να είναι επιθυμητό από τον καθένα, για να το προσεγγίσει και να κάνει κτήμα του αυτό που του προσφέρει.
Όσοι το έχουν κάνει καταλαβαίνουν για τι πράγμα μιλάω και όσοι δεν το έχουν τολμήσει ακόμα, είναι πιθανό να τους φοβίζει η διαδικασία. Αλλά είναι μονόδρομος και, φυσικά, μέσω αυτής της διεργασίας ο φωτογράφος ολοκληρώνεται ως συνειδητά συγκροτημένο καλλιτεχνικό υποκείμενο. Είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι αυτή η δουλειά είναι του φωτογράφου και όχι κάποιου επιμελητή, του οποίου ο ρόλος μπορεί και πρέπει να είναι μόνο βοηθητικός και εφόσον χρειάζεται. Οι γνωστοί φωτογράφοι των οποίων θαυμάζουμε τις φωτογραφίες, έγιναν γνωστοί και διάσημοι επειδή ήταν σε θέση να συνθέσουν και να συγκροτήσουν τις εικόνες τους σε έργα –αισθητικά αντικείμενα 2ου βαθμού– που είχαν πολύ περισσότερα πράγματα να πουν από όσα κάθε μια φωτογραφία από μόνη της. Η μέριμνα για τη λήψη φωτογραφικών εικόνων, στο βαθμό που μιλάμε για τέχνη, απαιτεί μια κορύφωση: τη στιγμή που αντιλαμβανόμαστε ότι το συγκεντρωμένο υλικό μπορεί να παρουσιαστεί ως μία ενότητα, που έχει κάτι ενδιαφέρον να πει για τη σχέση μας με την περιβάλλουσα πραγματικότητα. Αυτό είναι που έκανε τους φωτογράφους που θαυμάζουμε “διασημότητες” την ίδια στιγμή που δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες φωτογράφοι με πραγματικά ωραίες εικόνες παραμένουν άγνωστοι, γιατί δεν ξέρουν “τι να τις κάνουν”.
Προφανώς και δεν κομίζω γλαύκα στην Αθήνα. Ήδη οι περισσότεροι φωτογράφοι, αν δεν έχουν εκδώσει σε βιβλίο τη δουλειά τους, ψάχνουν να βρουν τρόπο για να το κάνουν. Και το βιβλίο είναι μια βασική μορφή που μπορεί να λάβει ως αισθητικό αντικείμενο το φωτογραφικό έργο τέχνης. Προσωπικά λατρεύω τα φωτογραφικά βιβλία. Απολαμβάνω το ξεφύλλισμά τους, τη σιωπή μέσα από την οποία αναδύονται οι εικόνες μία μία και σελίδα σελίδα, καθώς και το πήγαινε έλα του ματιού στις λεπτομέρειές και όλους τους συνειρμούς που αναβλύζουν στη θέα τους. Νομίζω όμως ότι ακόμα και το βιβλίο δεν είναι η μόνη ή και η πληρέστερη μορφή αυτού του αντικειμένου. Είναι πολλά όσα το κρατούν δεμένο με το μη φωτογραφικό παρελθόν της τέχνης.
Ανάμεσα στα όσα ενδιαφέροντα παρακολουθούμε τελευταία, με την έξαρση των αυτοεκδόσεων και των φωτογραφικών zines, έχει πέσει στην αντίληψή μου ο τρόπος με τον οποίο ο Antoine d’Agata παρουσιάζει ζωντανά τη δουλειά του: δημιουργεί βίντεο όπου οι εικόνες δεν διαδέχονται απλά η μια την άλλη αλλά η διαδοχή τους έχει μεταβλητό ρυθμό παράλληλα με ένα ηχητικό τέμπο, ενώ κάποιες συνυπάρχουν σε συγχρονία με άλλες που μπορεί και να εναλλάσσονται σε ποικίλους συνδυασμούς. Ένα δείγμα αυτού του τρόπου μπορείτε να δείτε εδώ, αν και πρέπει να επισημάνω ότι στο συγκεκριμένο δεν εστιάζω στη χρήση της θερμικής κάμερας από τον φωτογράφο αλλά μόνο στο είδος και στο ύφος της παρουσίασης. Εξάλλου για όσους θυμούνται, είχαμε παρακολουθήσει ζωντανά κάτι αντίστοιχο από τον d’Agata πριν 4 χρόνια στο Void. Εν πάση περιπτώσει πιστεύω ότι το θέμα των μορφών του φωτογραφικού έργου τέχνης ως αισθητικού αντικειμένου, παραμένει ανοιχτό και πεδίο δόξης λαμπρό για όσους το αναζητούν. Έτσι κι αλλιώς η τέχνη της Φωτογραφίας έρχεται από το μέλλον που αυτή έχει δημιουργήσει.
***
Κλείνω το σημείωμα αυτό εδώ επισημαίνοντας πως, επειδή η αισθητική δεν αποτελεί κριτήριο για να διακρίνουμε τις φωτογραφικές εικόνες σε κατηγορίες, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν παίζει σημαντικό ρόλο στη διάκριση των διαφόρων κατηγοριών τέχνης και στον προσδιορισμό της ταυτότητας της μιας τέχνης απέναντι στις άλλες. Γι’ αυτό θα μιλήσουμε όμως στο επόμενο σημείωμα που θα αφορά την αισθητική του αισθητικού αντικειμένου της Φωτογραφίας και το πόσο αυτή είναι ριζικά διαφορετική από αυτήν του αισθητικού αντικειμένου της Ζωγραφικής.