Η φωτογραφική εικόνα ως αναπαράσταση

Το να πάρω μια φωτογραφία σημαίνει ότι είμαι παρών με την φωτογραφική μου συσκευή έτοιμη, μπροστά σε κάτι που υπάρχει ή που συμβαίνει και μπορώ να το δω. Γι’ αυτό και η φωτογραφική εικόνα είναι πάντα το αποτύπωμα, μέσω της φωτογραφικής συσκευής, μιας όψης του κόσμου και του γίγνεσθαι στο παρόν. Παρακάτω θα δείξω γιατί δεν είναι μόνο αυτό καθώς και για ποιο λόγο αυτό που υπερβαίνει την αποτύπωση είναι και το πιο σημαντικό στη Φωτογραφία. Σε κάθε περίπτωση θεωρώ ότι στο πλαίσιο της φωτογραφικής διαδικασίας, οι έννοιες κλειδιά για μια φωτογράφιση είναι το παρόν του φωτογραφικού κλικ και η παρουσία του φωτογράφου σε διαδραστική σχέση με το συγκεκριμένο παρόν. Η διάσταση του Παρόντος παρέχει κατά βάση το θέμα που στοιχειοθετεί την παράσταση της εικόνας αλλά, όπως θα δούμε, όχι μόνο αυτό. Η παρουσία του φωτογράφου, από την άλλη, πέρα από την επιτέλεση της φωτογραφικής διαδικασίας και του κλικ, ορίζει ουσιαστικά το περιεχόμενο και την αισθητική της φωτογραφικής εικόνας. 

Εντελώς επιγραμματικά ισχυρίζομαι εδώ ότι οι έννοιες που αφορούν στη διάσταση του παρόντος και της σωματικής παρουσίας του φωτογράφου, δεν είναι απλώς αυτονόητες αλλά, συνιστούν θεμελιώδεις έννοιες της φωτογραφικής τεχνικής. Μια εκτενέστερη ανάλυσή τους ίσως να είναι αναγκαία, αλλά ξεπερνάει κατά πολύ τον σκοπό αυτού του σημειώματος. Αυτό που θέλω να θίξω εδώ αφορά στη σημασία και τον ρόλο αυτών των εννοιών στην πράξη της φωτογραφικής διαδικασίας. Πιο συγκεκριμένα, στο σημείωμα αυτό επιχειρώ να περιγράψω την οπτική με την οποία προσδιορίζεται το παρόν από την σκοπιά της φωτογραφικής τεχνικής και, επίσης, τον λόγο για τον οποίο η παρουσία του φωτογράφου δεν αντιστοιχεί στην τυπική και αδιάφορη παρουσία του χρήστη μιας μηχανικής συσκευής, αλλά είναι δομική και ασκεί καταλυτικό ρόλο στην αισθητική της Φωτογραφίας.

Ως προς την έννοια του παρόντος, λοιπόν, το πρώτο πράγμα που μπορεί να παρατηρήσει κανείς, είναι ότι η αντικειμενική πραγματικότητα που βιώνουμε σ’ αυτό, είναι το …παρελθόν. Το οποίο παρελθόν, μάλιστα, δεν παρίσταται παθητικά αλλά, πέρα από το αντικειμενικό περιβάλλον, επιχειρεί να καθορίσει ενεργά και τις σχέσεις, τις αντιλήψεις την κουλτούρα και το γούστο με εμφανή σκοπό τη διατήρηση και τη διαρκή αναπαραγωγή του. Με περισσότερο ή λιγότερο εμφανή τρόπο, το παρελθόν παρεμβαίνει με κυριαρχικές αξιώσεις στον προσδιορισμό της ταυτότητας, της παρουσίας και της δράσης μας στο παρόν. Είναι μάλιστα τόση η έκταση και η ένταση αυτής της αξίωσης που, σε πολλές περιπτώσεις, αναρωτιέται κανείς κατά πόσο το παρόν δεν είναι παρά ένα απλό στάδιο επεξεργασίας –post processing–  του παρελθόντος. Είναι λοιπόν εύλογο να αναρωτιέται κανείς για τη διαφορά μεταξύ αυτών των δύο διαστάσεων του χρόνου, την ώρα που και οι δύο μαζί φαίνεται να συγκροτούν σε συγχρονία ό,τι ονομάζουμε “παρόν”.

Ως γνωστόν, τόσο το παρελθόν όσο και το παρόν δεν έχουν από μόνα τους κάποια υλική υπόσταση. Μπορούμε να αντιληφθούμε αυτές τις δυο διαστάσεις μόνο σε συνάρτηση με την κίνηση στον χώρο ή με τις ποιοτικές μεταβολές που συμβαίνουν σε ζώντες οργανισμούς στη διάρκεια της ζωής τους. Πέρα από οτιδήποτε άλλο μπορεί να παρατηρήσει κανείς από αυτού του είδους τις συναρτήσεις, η πλέον θεμελιώδης διαφορά μεταξύ παρελθόντος και παρόντος είναι η ύπαρξη ή η ανυπαρξία της δυνατότητας για δράση σε άμεση αλληλεπίδραση με το περιβάλλον και το γίγνεσθαι.

Πράγματι. Αυτό που διαφοροποιεί τις δυο διαστάσεις με ουσιαστικό τρόπο είναι η εκ μέρους μας δυνατότητα για δράση σε αλληλεπίδραση με το περιβάλλον. Η δυνατότητα αυτή δεν υπάρχει ούτε στον παρελθόντα ούτε και στον μέλλοντα χρόνο, παρά μόνο στο παρόν και οριοθετεί τη θεμελιώδη διαφορά μεταξύ της ύπαρξης και της ανυπαρξίας, της παρουσίας και της απουσίας μας, μέσα στην περιβάλλουσα πραγματικότητα. Κατ’ αυτή την έννοια, η παρουσία μας ως ύπαρξη στο παρόν ορίζεται κυρίως από την επίγνωση της δυνατότητας προς δράση σε αλληλεπίδραση με την περιβάλλουσα ζώσα πραγματικότητα. Αλληλεπίδραση με την έννοια ακριβώς ότι δεν δεχόμαστε μόνο την επιρροή του περιβάλλοντος αλλά το επηρεάζουμε και εμείς με τη δράση μας. Στη βάση αυτής της διαφοράς γίνεται σαφές ότι το παρόν είναι η διάσταση κατά την οποία έχουμε αίσθηση της παρουσίας μας μέσα στο γίγνεσθαι, με ταυτόχρονη επίγνωση της δυνατότητας για άμεση αλληλεπίδραση με ό,τι μας περιβάλλει.

© Γιώργος Μαραζάκης

Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι η φωτογραφική εικόνα είναι καταρχάς αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης του εαυτού, ως φωτογράφου, με τη ζώσα πραγματικότητα που μας περιβάλλει. Επίσης, ότι η φωτογραφική εικόνα δεν είναι μόνο το αποτύπωμα της ορατής πραγματικότητας, δηλαδή κάτι που αποκομίζουμε από το περιβάλλον όπως οι κυνηγοί και οι συλλέκτες, αλλά ταυτόχρονα και κάτι που το επιστρέφουμε στην αντικειμενική και κυρίως, στην κοινωνική πραγματικότητα, ως μέρος και συστατικό της. Και αυτό που επιστρέφουμε, είναι ουσιαστικά η αναπαράσταση αυτής της αλληλεπίδρασης όπως συντελείται μεταξύ περιβάλλοντος και φωτογράφου κατά το κλικ. Η αναπαράσταση, δηλαδή, μιας σχέσης ανάμεσα στην αίσθηση του φωτογράφου και στα πράγματα που προκαλούν αυτή την αίσθηση στην αντίληψή του. Και μάλιστα, χάρη στην τεχνική αναπαραγωγιμότητα των φωτογραφικών εικόνων, αυτού του είδους η αναπαράσταση μπορεί να διασωθεί ως συστατικό υλικό της ζώσας κοινωνικής και πολιτισμικής πραγματικότητας, θεωρητικά τουλάχιστον, στο διηνεκές.

Πρακτικά, όταν προσδιορίζουμε τη φωτογραφική εικόνα ως αναπαράσταση της διαδραστικής αλληλεπίδρασης του περιβάλλοντος με την αντίληψη και τη βούληση του φωτογράφου, βοηθάει να ερμηνεύσουμε όσα συμβαίνουν στη θέα μιας φωτογραφικής εικόνας ακόμα και όταν η λήψη της δεν έγινε με καλλιτεχνική πρόθεση. Είναι γεγονός και όλοι μας το γνωρίζουμε ότι στη θέα μιας φωτογραφίας εγείρονται συναισθήματα, συνειρμοί και νοητικές λειτουργίες που υπερβαίνουν κατά πολύ την περιγραφή του αποτυπώματος που αφήνουν τα πράγματα πάνω σε αυτήν. Υπεισέρχονται χροιές, υφές, διαβαθμίσεις, λεπτομέρειες, συσχετισμοί και συγκείμενα που νοηματοδοτούν και δίνουν σημασίες στα πράγματα ξανά και ξανά, όσο απλώνεται το πλήθος των θεατών της και βαθαίνει ο πνευματικός τους ορίζοντας. Κατ’ αυτή την έννοια αυτό που επιστρέφουμε στη ζώσα πραγματικότητα με μια φωτογραφική εικόνα και, ιδιαίτερα, με ένα φωτογραφικό έργο τέχνης, δεν είναι τόσο η καταγραφή μιας πεπερασμένης κατάστασης του γίγνεσθαι όσο, και κυρίως, μια ζωντανή πηγή εμπειρίας, γνώσης, συγκίνησης, συναισθημάτων, στοχασμού και αναστοχασμού αλλά και ένα παιχνίδι εντυπώσεων και ψευδαισθήσεων. Με λίγα λόγια: η φωτογραφική εικόνα αναπαριστά μία ζωντανή σχέση που είναι ανά πάσα στιγμή ενεργή στο παρόν του θεατή της. 

© Antoine d’Agata

Με όλα αυτά συνάγεται πως η φωτογραφική εικόνα αναπαριστά, δηλαδή αισθητοποιεί, το άυλο μιας σχέσης, μιας αλληλεπίδρασης, όχι με την μίμηση της αισθητικής, πλαστικής και χρωματικής μορφής των πραγμάτων, όπως κάνει η ζωγραφική, αλλά με τη ρεαλιστική, φωτογραφική τους αποτύπωση. Είναι αλήθεια ότι η σχέση της φωτογραφικής εικόνας με την έννοια της αναπαράστασης είναι θολή και αμφισβητήσιμη. Ως γνωστόν, η εφεύρεση της φωτογραφικής τεχνικής θεωρήθηκε υπαίτια για τη μεγάλη “κρίση της αναπαράστασης” στον 19ο και στον 20ό αιώνα. Εξαιτίας της η ζωγραφική ως τέχνη αποσύρθηκε από την αξίωση για αυθεντική ή ακριβή αναπαράσταση της ορατής πραγματικότητας. Όμως η αλήθεια είναι πως η σχέση της φωτογραφικής τεχνικής με την αναπαράσταση της σχέσης και της αλληλεπίδρασης μεταξύ πραγματικότητας και φωτογράφου, είναι υπαρκτή και αυθεντική. Όσο και αν διαφεύγει ή συσκοτίζεται στην αντίληψη μας εξαιτίας ίσως και του γεγονότος πως η αναπαράσταση ταυτίστηκε με την έννοια της μίμησης. Το ότι στη φωτογραφία τα πράγματα αποτυπώνουν τον εαυτό τους χωρίς τη διαμεσολάβηση μιας μιμητικής δεξιοτεχνίας, ενδεχομένως να οδήγησε μηχανιστικά στο λάθος συμπέρασμα πως μίμηση και αναπαράσταση είναι ένα και το αυτό, θέτοντας έτσι την φωτογραφική εικόνα έξω από την έννοια της αναπαράστασης.

Όμως η μίμηση δεν είναι παρά ένας τρόπος να αναπαραστήσεις κάτι. Και ουδέποτε θεωρήθηκε πως η τέχνη εξαντλείται σε μια καλή μίμηση της πραγματικότητας. Γεγονός που ισχύει εξίσου και για τις τέλειες από άποψη ακρίβειας φωτογραφικές αποτυπώσεις ή καταγραφές: κανείς δεν τις θεωρεί, εξ αυτού και μόνον, αντικείμενα τέχνης. Βέβαια, σαν μέθοδος, η μίμηση σε κάθε μορφής τέχνης, έφτασε σε αξιοθαύμαστα επίπεδα. Αλλά είναι χιλιάδες τα παραδείγματα των έργων τέχνης και σχεδόν το σύνολο της σύγχρονης τέχνης, που η καλλιτεχνική τους αξία δεν είναι συνάρτηση μιας τέλειας και ακριβούς μίμησης του κόσμου. Σήμερα, αν μιλάμε για τέχνη της Φωτογραφίας, δεν το κάνουμε επειδή η φωτογραφική τεχνική μπορεί να αποτυπώσει την πραγματικότητα ως έχει. Αλλά επειδή μας επιτρέπει να αναπαραστήσουμε την αμοιβαία αλληλεπίδραση περιβάλλοντος και φωτογράφου, ως φωτογραφικό γεγονός. Τώρα πια δεν είμαστε υποχρεωμένοι να επιχειρούμε την αναπαράσταση της σχέσης μας με τον κόσμο, μόνο μέσω της μίμησης. Και εδώ που τα λέμε ούτε και η φωτογραφική τεχνική είναι πλέον η μόνη δεύτερη επιλογή για την παραγωγή καλλιτεχνικού έργου. Πρόσφατα είδαμε δουλειές του Antoine d’Agata με θερμική κάμερα ενώ video clips, εναλλακτικές μορφές γλυπτικής ή performance πυκνώνουν όλο και περισσότερο, αν δεν κυριαρχούν κιόλας, στην καλλιτεχνική παραγωγή, διευρύνοντας το πεδίο της τέχνης διαρκώς.

ׄ© Maria Spyropoulou

Η φωτογραφική τεχνική, εν κατακλείδι, απλώς απελευθέρωσε την τέχνη από τα δεσμά της μίμησης χωρίς όμως και να καταργήσει την αναγκαιότητα της αναπαράστασης, όπως ισχυρίστηκαν κάποιοι. Κυρίως επέτρεψε την απόδοση της άφατης αίσθησης που γεννιέται κάθε στιγμή από την διαδραστική σχέση μας με την ζώσα πραγματικότητα, μέρος και συμμέτοχος της οποία είναι και η έλλογη αφεντιά μας. Και όσο και εάν η καλλιτεχνική δραστηριότητα αφήνει πίσω της αφαιρετικά ή σύνθετα και οργανικά έργα· όσο και αν έρχονται και παρέρχονται κινήματα, μανιφέστα, γούστα και εξατομικεύσεις, η έννοια της αναπαράστασης ήταν και εξακολουθεί να είναι το σημείο του μαγικού μετασχηματισμού της πραγματικότητας σε τέχνη και, άρα, το θεμελιώδες ζήτημα και για το φωτογραφικό έργο τέχνης. Αλλά γι’ αυτό θα αναφερθούμε πιο εκτεταμένα σε ένα επόμενο σημείωμα.

Τα σχόλια είναι ευπρόσδεκτα αρκεί να αναφέρονται στο συγκεκριμένο post