Από όσο γνωρίζω θα ήταν παραπάνω από αληθινό αν λέγαμε ότι για την ελληνική Φωτογραφία η εποχή του μεταμοντέρνου δεν έγινε αντιληπτή ούτε και κατανοήθηκε ουσιαστικά. Ο διάλογος μεταξύ των ελλήνων φωτογράφων κρατήθηκε επίμονα και για διάφορους λόγους, μακριά από τον προβληματισμό και τις αναζητήσεις αυτής της περιόδου με αποτέλεσμα να έχουμε χάσει κάπως το νήμα. Βλέπετε, ο προβληματισμός, οι ιδέες, οι μορφές των σχέσεων μέσα στις κοινωνίες και οι μεταλλαγές του περιβάλλοντος δεν παύουν να συμβαίνουν, να διαμορφώνονται και να εξελίσσονται επειδή τα μέλη μιας κοινότητας στρουθοκαμηλίζουν. Μη συμβαδίζοντας χάνουμε τη δυνατότητα να αντιλαμβανόμαστε και να κατανοούμε τον κόσμο και φυσικά τη ταυτότητά μας, στο δεδομένο παρόν που ζούμε. Βέβαια, πάντα μας μένει η φαντασία και η εγγενής σε κάθε άνθρωπο δημιουργικότητα αλλά η άγνοια και κυρίως η άρνηση κατανόησης του τι συνιστά το ιστορικό παρόν που βιώνουμε, ειδικά στην τέχνη, μας οδηγεί να ομφαλοσκοπούμε, ανακαλύπτοντας, συνήθως, ξανά και ξανά τον τροχό. Υπάρχουν ακόμα φωτογράφοι γύρω μας που μιλάνε για φωτογραφία-ντοκουμέντο όταν, εδώ και δεκαετίες, η έννοια αυτή έχει αποδομηθεί και σχετικοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό που πλέον θεωρείται ύποπτη απάτης. Και όχι μόνο. Έννοιες και νοήματα που χαρακτηρίζουν την περίοδο του Διαφωτισμού και του μοντερνισμού, έχουν από δεκαετίες μπει στο στόχαστρο της κριτικής αναθεώρησης, της αμφισβήτησης και της ανατροπής τους.
Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από την κρίση των εννοιών, των αξιών, των παραστάσεων και της έκφρασης. Πρόκειται για γενικευμένη κρίση του πολιτισμού που η ανάγκη της θεραπείας της γέννησε νέους επιστημονικούς κλάδους, νέες φιλοσοφικές προσεγγίσεις, νέες εκφραστικές ανάγκες: Σημειολογία, Κοινωνιολογία, Ψηφιακή επανάσταση. Μετα-αποικιοκρατικές και μετα-σοβιετικές ιστορικές αντιλήψεις. Δομισμός, μεταδομισμός στη φιλοσοφία. Αναγέννηση της φαινομενολογίας και της ψυχολογίας. Ανάδειξη των έμφυλων αντιθέσεων, νεο- φεμινισμός. Τα κινήματα των νέων, των κοινωνικών μειονοτήτων και των δικαιωμάτων. Οι διαρκείς περιφερειακοί πόλεμοι με τη μορφή αστυνομικών παρεμβάσεων ανά τον πλανήτη. Οι μαζικές μεταναστεύσεις και η προσφυγοποίηση ολόκληρων πληθυσμών. Όλα φαινόμενα που εμφανίζονται ή ξεσπούν στα τελευταία τριάντα χρόνια του 20ού αιώνα και συνεχίζουν ως τις μέρες μας, προκαλώντας δραματικές αλλαγές στις μορφές κυριαρχίας και στις αντιλήψεις για τις σχέσεις τόσο μεταξύ μας όσο και με τον πλανήτη που κατοικούμε.
Αυτός είναι ο μεταμοντέρνος και παγκοσμιοποιημένος κόσμος που ζούμε, κύριο ζητούμενο του οποίου είναι η ανάγκη για κατεπείγουσα αντίδραση και ανάδραση στην τυφλή πορεία της ανθρωπότητας, που φαίνεται να κινείται με δαιμονιώδη ταχύτητα πάνω στις ράγες ενός όλο και πιο παράλογου “ορθολογισμού”. Εκείνου του ορθολογισμού που οι φορείς του Διαφωτισμού, τον 18ο αιώνα, είχαν περιγράψει και ευαγγελιστεί σαν σωτηρία από κάθε κακό και που ο ίδιος σήμερα τείνει να μετασχηματίσει την εικόνα του πλανήτη σε εφιάλτη. Ενός ορθολογισμού κατά βάση κυριαρχικού, που αντιδρά σε αυτή την “κατεπείγουσα ανάγκη ανάδρασης” έναντι των συνεπειών που επιφέρει. Επιτείνει την εκμετάλλευση των πόρων του πλανήτη και την καταλήστευση του πλούτου των εθνών· δημιουργεί νέες αποικίες χρέους· εξωθεί σε εκτραχηλισμό τις διεθνείς σχέσεις, όπου αρκούδες, αετοί και δράκοι απειλούν αλλήλους και όλο τον πλανήτη με καταστροφή· εγείρει τη μισαλλοδοξία και τον εθνικιστικό φανατισμό και, τέλος, φέρνει το τέρας του φασισμού ξανά στο προσκήνιο. Από όπου και να το δει κανείς βλέπει το αδιέξοδο ενός παραλογισμού που μόνο η απονομιμοποίηση του πολιτισμού που τον γεννά μπορεί να ανοίξει μια χαραμάδα αποφυγής και διαφυγής από αυτόν.
Σε αυτόν τον κόσμο, η τέχνη, με δεδομένη την ανάγκη της “κατεπείγουσας ανάδρασης”, επιχείρησε και επιχειρεί να εκφράσει το zeit geist. Στο πνεύμα του μεταμοντέρνου αναστοχασμού εκδηλώθηκαν προσπάθειες να εκφραστούν όλα τα ζητήματα που έχουν ανακύψει στη σφαίρα του πολιτισμού και της καλλιτεχνικής έκφρασης επιχειρώντας να υπερβούν το πνεύμα του “όλα έχουν ειπωθεί” και του “ζούμε το τέλος της ιστορίας”. Από την pop art ως την Αμπράμοβιτς το στίγμα όλων των προσπαθειών της σύγχρονης τέχνης βρίσκεται στην αναζήτηση και, κυρίως, στην έκφραση ενός άλλου κώδικα πολιτισμού από αυτόν που μας κληροδότησε ο μηχανιστικός κατά βάση ορθολογισμός του Διαφωτισμού. Προφανώς και δεν τίθεται ζήτημα απόρριψης του συνόλου των αξιών που ανέδειξε ο Διαφωτισμός. Χρειάζεται, όμως, να επανεκτιμηθούν υπό το φως της πραγματικότητας που ζούμε. Και ως προς αυτή την επανεκτίμηση κρίνεται η συμμετοχή κάθε καλλιτέχνη και του έργου του.
Με το σημείωμα αυτό προφανώς και είναι αδύνατον να εξαντλήσω το θέμα του μεταμοντερνισμού. Επιχειρώ να επισημάνω απλώς πως είναι ανοησία να μην εμβαθύνουμε και να μη συμμετέχουμε συνειδητά σε όλη αυτή την προσπάθεια που, εντέλει, αφορά άμεσα στην αναζήτηση της ταυτότητας του έργου και των αναγκών της έκφρασης του καθενός μας. Κρίμα να μην αναλογιζόμαστε το τι μπορούμε να κερδίσουμε αλλά και το πόσο μπορούμε να συμβάλλουμε σ’ αυτόν τον προβληματισμό ο οποίος παρότι ξεκίνησε εδώ και 50 χρόνια περίπου παραμένει ανοιχτός και διαμορφώνεται, κυριολεκτικά, σε καθημερινή και παγκόσμια βάση.
Παρακάτω παραθέτω ένα μικρό βοήθημα, απολύτως ενδεικτικό, για να ξεκινήσει κανείς μια περισσότερο ουσιαστική προσέγγιση στην έννοια του μεταμοντέρνου:
Η φωτογραφία της © Cindy Sherman, εκτός από φόρος τιμής σε μια κορυφαία μορφή του μεταμοντερνισμού στη Φωτογραφία, επιλέχτηκε κυρίως σαν κίνητρο για να αναζητήσει κανείς το έργο των φωτογράφων που εξέφρασαν τον προβληματισμό του μεταμοντερνισμού και καθόρισαν λίγο πολύ τις εξελίξεις στη τέχνη της φωτογραφίας από τη δεκαετία του ‘60 μέχρι σήμερα. Πέρα από προσωπικές προτιμήσεις, έχει σημασία να αναζητήσει κανείς και να δει σε μια συνέχεια τη συνειδητή απόπειρα να εκφραστεί ο κώδικας μιας διαφορετικής πολιτισμικής αντίληψης που, άλλοτε επιθετικά άλλοτε ειρωνικά ή στοχαστικά αλλά πάντα κριτικά και ανατρεπτικά αντιμετωπίζει τα στερεότυπα ενός πολιτισμού που κυριαρχεί μεν ακόμα αλλά καθημερινά πείθει όλο και λιγότερο για την αναγκαιότητα της διατήρησής του.
Photo © Cindy Sherman,
]]>Η εμπλοκή με την καλλιτεχνική διαδικασία δεν είναι θέμα καλού ή μέτριου φωτογράφου. Προφανώς δεν είναι ούτε και θέμα μόνο ωραίων ή αδιάφορων φωτογραφιών. Είναι αποκλειστικά και μόνο θέμα έκφρασης, δηλαδή, εκφοράς σχηματισμένης γνώμης προς τα έξω, με τα εκφραστικά μέσα που παρέχει η φωτογραφική τεχνική. Και αυτό, όχι σαν κάτι προαιρετικό αλλά σαν κάτι που λειτουργεί ως αναγκαιότητα ολοκλήρωσης. Ένας ερασιτέχνης δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτό. Κολακεύεται αν συμβεί να διακρίνουν κάποιοι μιαν αξία στη δουλειά του αλλά αυτό που τον διακινεί είναι μάλλον μια διερεύνηση των δυνατοτήτων του, μια διαδικασία αυτογνωσίας και, συχνά, η ικανοποίηση που εισπράττει από αυτό. Προφανώς και δεν είναι αποκλειστικά ζήτημα ναρκισσισμού, όπως διαδίδεται συνήθως. Συμβαίνει εξίσου αν όχι συχνότερα, να πρόκειται, για ένα από τα πιο ωραία συναισθήματα που αξίζει να επιδιώξει και να νιώσει κανείς. Το έργο τέχνης, όμως, είναι άλλο πράγμα.
Το έργο τέχνης δεν είναι ούτε θέμα ευχάριστης απασχόλησης ούτε μέσο αυτογνωσίας και αυτοβελτίωσης. Χωρίς να αποκλείεται τίποτα από αυτά για τον ίδιο τον φωτογράφο, το έργο τέχνης στοχεύει αλλού. Στοχεύει στη μέθεξη έργου και κοινού σαν μια αναγκαιότητα που η ικανοποίησή της είναι ζωτικής σημασίας, τόσο για την ύπαρξη του έργου όσο και για το κοινό στο οποίο απευθύνεται. Είναι σημαντικό αυτό: ο καλλιτέχνης, με όσα υπερθετικά και αν τον πιστώσει κανείς, στην πράξη αυτό που κάνει είναι να διαμεσολαβεί με τα εκφραστικά μέσα που του παρέχει η τέχνη του για να εδραιώσει μια σχέση ανάμεσα στο έργο και στο κοινό του. Διότι ακριβώς, το έργο τέχνης είναι έκφραση και αποτέλεσμα της ανάγκης και του επείγοντος που αισθάνονται οι καλλιτέχνες να πουν κάτι, δημοσίως και με καλλιτεχνικά μέσα. Κάτι που αφορά σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό ζητήματα αξιών, σε όλα τα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας, καθώς αυτά εκδηλώνονται ποικιλοτρόπως και αντιθετικά στο δημόσιο χώρο. Στο κάτω κάτω αυτό σημαίνει η παραδοχή πως το έργο τέχνης γεννιέται από την εποχή του, την εκφράζει και κατ’ αυτό τον τρόπο αποτελεί συστατικό που τη συγκροτεί.
Σε γενικές γραμμές, λοιπόν, νομίζω πως είναι άτοπο να αντιμετωπίζουμε κάθε φωτογράφο που έχει μιαν αίσθηση της σύνθεσης και της φόρμας, με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζουμε όσους σηκώνουν το φορτίο για την έκφραση και τη συγκρότηση της εποχής τους, μέσα από το έργο τους. Αν μη τι άλλο, χάνουμε το νόημα της τέχνης αλλά και το σεβασμό που οφείλουμε όλοι μας και στους μεν και στους δε. Δεν είναι μήπως γεγονός πως η τέχνη ωφελείται και από τις δυο πλευρές; Χωρίς την αγάπη, την καλλιέργεια και τη συνάφεια των μεν, το έργο των δε θα ήταν δυσπρόσιτο και δύσκολο να αξιολογηθεί ως προς τη σημασία και την κρισιμότητά του. Μόνο όταν αντιληφθούμε τη θεμελιώδη διαφορά ανάμεσα στα δυο πεδία που εκδηλώνεται η αγάπη προς την τέχνη, μόνο τότε μπορούμε να συμμετέχουμε στο γίγνεσθαι της τέχνης με συνειδητό τρόπο, αποφεύγοντας τους περιττούς θορύβους και τις αναίτιες γκρίνιες…
]]>Εξ όσων έχω αντιληφθεί μέχρι τώρα, το μόνο αδιαμφισβήτητο στη σχέση της Φωτογραφίας με την πραγματικότητα είναι πως η τελευταία παρέχει στον φωτογράφο υλικά και μέσα προκειμένου να εκφραστεί. Τα πράγματα και τα συμβάντα γύρω μας παρέχουν βέβαια το υλικό για τις παραστάσεις των φωτογραφικών εικόνων όμως η ιδιαιτερότητά αυτών των εικόνων δεν βρίσκεται στο ότι αποτυπώνουν κατά πλήρη αναλογία την πραγματικότητα όσο στο γεγονός πως αποτυπώνουν τις επιλογές που κάνει ο φωτογράφος εκφράζοντας την αντίληψη που έχει ή που αποκτά για τα πράγματα και τον κόσμο. Έτσι, οι επιλογές για την αποτύπωση των πραγμάτων ή των φαινομένων, όπως φερ’ ειπείν είναι το καδράρισμα και η η σύνθεση είναι κατά βάση προσωπικές επιλογές έκφρασης. Το φως, από την άλλη, που συχνά αναφέρεται ως το εκφραστικό μέσον της Φωτογραφίας μάλλον πρέπει να το αντιλαμβανόμαστε ως καταλύτη, ο οποίος αποκαλύπτει τις οπτικές ιδιότητες των πραγμάτων και μας επιτρέπει, μέσω της φωτογραφικής συσκευής, τη διαχείρισή τους για το σχηματισμό και τη λήψη φωτογραφικών εικόνων, κατά το δοκούν.
Οι οπτικές ιδιότητες των πραγμάτων καθώς αποκαλύπτονται με την επίδραση του φωτός παρέχουν στο φωτογράφο εκφραστικές δυνατότητες προκειμένου αυτός να εκφραστεί με την ποικιλία και την πολυσημία ενός οπτικού κώδικα. Ο κώδικας αυτός βασίζεται και λειτουργεί πάνω στο έδαφος της πολιτισμικής κοινότητας η οποία μας συνέχει σε ιστορικά διαμορφωμένες κοινωνίες και, άρα, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, μπορεί να γίνει αντιληπτός και κατανοητός. Πρόκειται δηλαδή για έναν οπτικό κώδικα, που όπως και η γλώσσα του σώματος, δεν είναι μία “γλώσσα” με όλη τη σημασία της έννοιας, μπορεί όμως να αποδώσει, να εκφράσει και κυρίως να αποτυπώσει σε μια εικόνα, μια ορισμένη εμπειρία από τη σχέση μας με το φυσικό και κοινωνικό μας περιβάλλον. Μια εμπειρία καθαρά βιωματική και, συνάμα, αισθητική από την οποία υπαγορεύονται προσωπικές αντιλήψεις και συμπεριφορές καθώς συγκροτεί για τον καθένα μας τη γνώση μιας αλήθειας ενσώματης και πνευματικής ταυτοχρόνως. Ουσιαστικά μιλώντας για τέχνη των φωτογραφικών εικόνων, μιλάμε για την τέχνη της σύλληψης, της διαχείρισης και της απόδοσης των προκειμένων 1 μιας παράστασης , όπως αυτές εμπεριέχονται στις οπτικές ιδιότητες των πραγμάτων αλλά και στις συνθήκες μέσα στις οποίες αυτές γίνονται αντιληπτές από τον φωτογράφο καθώς αποζητά τρόπους να εκφράσει την αισθητική εμπειρία που στάθηκε αφορμή για τον σχηματισμό ή τη λήψη μιας εικόνας.
Τα πράγματα κάτω από το φως φανερώνουν το σχήμα, τον όγκο, την υφή, τις αποχρώσεις και τη φωτεινότητα τους και μέσα από αυτά αποκτούμε την εμπειρία τόσο της παρουσίας τους όσο και της αίσθησης που μας προκαλούν ενώ, στη βάση όλων αυτών, δίνουμε μορφή στη σχέση μας μαζί τους. Είναι αλήθεια ότι η αισθητική και η βιωματική εμπειρία των πραγμάτων και των φαινομένων εγείρεται συχνά με απρόσμενο και συμπτωματικό τρόπο καθώς επίσης, πως η περιγραφή και η επίδραση αυτού του είδους των εμπειριών παραμένει απροσδιόριστη καθώς σχηματίζεται σε συνδυασμό με τις συνθήκες αλλά και την υποκειμενική μας κατάσταση σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Όμως σε αυτό οφείλεται εν πολλοίς η ιστορικότητα των φαινομένων και, κυρίως, η υποκειμενικότητα με την οποία γίνεται αντιληπτός ο κόσμος και το γίγνεσθαι από τον καθένα μας. Και εξαιτίας της ιστορικότητας και της υποκειμενικότητας αυτής, η μορφή της σχέσης μας με τα πράγματα και τα φαινόμενα αλλάζει και μεταβάλλεται, ενόσω η αντίληψή μας γι’ αυτά εμπλουτίζεται, διαφοροποιείται και εξελίσσεται.
Η γνωστή και διαδεδομένη αντίληψη πως μια φωτογραφική εικόνα είναι έτσι κι αλλιώς καταγραφή του κόσμου και του γίγνεσθαι, είναι σωστή. Αλλά, όπως είδαμε και πιο πάνω, η καταγραφή αυτή γίνεται προκειμένου να εκφραστεί ο φωτογράφος. Οπότε, σαν πράξη δεν αφορά και δεν αποσκοπεί στα πράγματα. Αντίθετα αποσκοπεί στη συλλογή και στη διαχείριση των εκφραστικών στοιχείων που παρέχουν οι οπτικές ιδιότητες των πραγμάτων, προκειμένου να αποδώσουμε σε μια εικόνα, ένα ορισμένο αισθητικό περιεχόμενο. Κατ’ αυτή την έννοια γίνεται προφανές πως η Φωτογραφία, ακόμα και όταν μιλάμε για τέχνη, είναι αδύνατον να αποσυνδεθεί από την πραγματικότητα. Όχι μόνο γιατί θα στερηθεί το αντικείμενο των παραστάσεων των φωτογραφικών εικόνων, αλλά κυρίως διότι χωρίς τη διαχείριση των οπτικών ιδιοτήτων των πραγμάτων, τη σύλληψη και την οργάνωσή τους σε μια εικόνα, η Φωτογραφία αδυνατεί να υπάρξει σαν διαδικασία έκφρασης και, πολύ περισσότερο, σαν διαδικασία καλλιτεχνικής έκφρασης. Τελικά, ας μη ξεχνάμε πως αν μας ενδιαφέρει η πραγματικότητα και ασχολούμαστε με αυτήν είναι γιατί είμαστε εξαρτημένοι από αυτήν και ως εκ τούτου δέσμιοι μιας σχέσης μαζί της, κυριαρχικής και αντιθετικής. Αυτή ακριβώς η σχέση είναι και το περιεχόμενο κάθε τέχνης και η Φωτογραφία ως τεχνική της τέχνης των εικόνων, είναι ίσως η μόνη που επιτρέπει την έκφραση και την απεικόνισή της χωρίς καταφυγή στον μύθο…
Οι φωτογραφίες που ακολουθούν ανήκουν στα μέλη της ομάδας διαχείρισης των Φωτογραφικών Τετραδίων, τους οποίους και ευχαριστώ για την ευγενική τους παραχώρηση. Τις παραθέτω ως παράδειγμα άντλησης εκφραστικών δυνατοτήτων από τις οπτικές ιδιότητες των πραγμάτων και του τρόπου που παρεμβαίνει εκφραστικά η υποκειμενικότητα του φωτογράφου αποδίδοντας στις εικόνες την ιδιαίτερη αισθητική χροιά του φωτογράφου.
Φωτογραφία κεφαλίδας © Ermis Kasapis
Photo: Robert Capa
[Woman on the beach, Biarritz, France], August 1951.
© International Center of Photography/Magnum Photos.
]]>Τα όρια και οι δυνατότητες της Φωτογραφίας δεν τελειώνουν ποτέ. Υπάρχει κάτι το μαγικό σε αυτήν καθώς μας φανερώνει πως τα πράγματα και ο συνδυασμός τους εντός του γίγνεσθαι, δίνουν μορφή —μέσα από εικόνες— σε άπειρες έννοιες και νοήματα. Αυτή η πολυσημία των πραγμάτων είναι το αποτέλεσμα των σχέσεων που αποκτά κάθε πράγμα1 με το περιβάλλον του και, φυσικά, με τον παρατηρητή του. Και το ωραίο είναι πως η σχέση αυτή δεν παραμένει αναλλοίωτη ούτε είναι ενιαία για όλους. Αρκεί μια αλλαγή στη σύνθεσή τους ή στη θέση και την υποκειμενική διάθεση του παρατηρητή και αμέσως η εικόνα τους αποδίδει ένα άλλο νόημα, αποκτά μια διαφορετική σημασία. Αυτή η μεταβλητότητα είναι που λειτουργεί σαν μήτρα δημιουργίας εικόνων, οι οποίες έχουν νόημα και σημασία και χάρη σε αυτή την μεταβλητότητα βρισκόμαστε πάντα μπροστά σε ένα κατώφλι προς το άγνωστο2 την ίδια στιγμή που νομίζουμε ότι έχουμε ολοκληρώσει μια πορεία συνειδητοποίησης και γνώσης. Είναι απαραίτητο να έχει κανείς αυτές τις σκέψεις σαν υπόβαθρο όταν προσεγγίζει τη λειτουργία της Σύνθεσης στη φωτογραφική εικόνα, γιατί ουσιαστικά αυτά τα ζητήματα είναι που καλείται να κατανοήσει ώστε να χρησιμοποιήσει τη Σύνθεση όχι για την τακτοποίηση πραγμάτων αλλά σαν μέσον προσωπικής έκφρασης και δημιουργίας.
Καταρχάς να ξεκαθαρίσουμε πως η Σύνθεση σαν λειτουργία, συγκροτεί την απόδοση του περιεχομένου και διαμορφώνει την αισθητική μιας εικόνας. Η αντίληψη της σύνθεσης, που φέρει ο καθένας, είναι εντελώς προσωπική και ιδιαίτερη. Συνδέεται με τον τρόπο που θεωρεί τον κόσμο, τα πράγματα, τις σχέσεις που έχουν αυτά μεταξύ τους και, κυρίως, τη σχέση που έχουν αυτά με τον ίδιον. Για αυτόν το λόγο και η Σύνθεση δεν μπορεί να αποτελέσει μάθημα κανόνων γενικής ισχύος. Ακόμα και τα περιώνυμα “μαθήματα σύνθεσης” που βασίζονται στη μίμηση τεχνικών σύνθεσης καταξιωμένων φωτογράφων, μπορεί να δίνουν μια ιδέα για το πώς επιδρά η Σύνθεση στη δημιουργία μιας εικόνας αλλά ας μη ξεχνάμε πως η πιο σοφή συμβουλή που δίνεται γι’ αυτά τα “μαθήματα” είναι να ξεχαστούν και να ξεπεραστεί η επιρροή τους όσο γίνεται πιο γρήγορα.
Η Σύνθεση λειτουργεί εκτιμώντας αξίες αισθητικής και νοήματος. Αυτό σημαίνει ότι κάποιος πρέπει να είναι σε θέση να αξιολογήσει τα προς σύνθεση στοιχεία, κατανοώντας τις σχέσεις που συγκροτούν μεταξύ τους, αντιλαμβανόμενος την αισθητική βαρύτητα που διαθέτουν μέσα στο κάδρο και εκτιμώντας τις σημαίνουσες έννοιες που δημιουργούνται. Η δυνατότητα αυτή, προφανώς, συνδέεται άμεσα με την κουλτούρα και την προσωπικότητα του καθενός, χρωματίζεται από την υποκειμενικότητα του και εκφράζεται με τον ιδιαίτερο τρόπο που τον χαρακτηρίζει. Και βέβαια, αντανακλά το ταμπεραμέντο καθώς και την καλλιτεχνική και αισθητική του συγκρότηση. Να γιατί, λοιπόν, στη λειτουργία της Σύνθεσης ο καθένας προσέρχεται με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και τη συνείδηση που διαθέτει και είναι ζωτικό, κατά τον κύκλο της μαθητείας, αυτή η διαφορετικότητα να τονιστεί, να αναγνωριστεί και να ενισχυθεί προκειμένου κάποια στιγμή, μετά το πέρας αυτού του κύκλου, να αποδώσει καρπούς στην προσωπική έκφραση και δημιουργία.
Η ιδιαίτερη προσωπικότητα του φωτογράφου είναι η δύναμη που τον κατευθύνει ώστε να διαμορφώσει ένα προσωπικό κριτήριο ιεράρχησης για τη διευθέτηση των σχέσεων τις οποίες απαιτεί να έχουν τα πράγματα μέσα στα κάδρα του. Καλά διαβάσατε: απαιτεί! Ξέρετε, ακόμα και στην περιβόητη “φωτογραφία δρόμου”, ο φωτογράφος προσέρχεται έχοντας ήδη κατά νου τι σκοπεύει να κάνει χωρίς να αφήνει και πολλά στην τύχη. Ούτε αποφασίζει την τελευταία στιγμή, “ακαριαία” όπως μας αρέσει να λέμε, πώς θα χειριστεί αυτό που βλέπει: χρησιμοποιεί σταθερό φακό, έχει κάνει προεστίαση ή χρησιμοποιεί μηχανή με αστραπιαίο auto focus, στήνεται σε μέρη που συμβαίνει αυτό που αναζητά, επιλέγει ορισμένη ώρα και φως και όλα αυτά τα προσαρμόζει στα φυσικά του χαρακτηριστικά και στις δεξιότητες που έχει αποκτήσει από την πείρα. Ο καλός φωτογράφος βγαίνει στο δρόμο, εξοπλισμένος με ένα ξεκάθαρο κριτήριο για τις επιλογές και τις λήψεις που επιδιώκει ακόμα και όταν αυτό που επιδιώκει είναι να “ξαφνιαστεί”.
Επιμένοντας λίγο παραπάνω να πούμε ακόμα πως αυτό το κριτήριο ιεράρχησης είναι που θα μας υποδείξει, για παράδειγμα, αν πρέπει σταθούμε κοντά ή μακριά στο “θέμα” ή πόσο ανοιχτό ή κλειστό θα είναι ένα κάδρο ׄ θα μας καθοδηγήσει σε ποιο σημείο και με ποιον τρόπο θα τοποθετήσουμε τα στοιχεία του κάδρου ώστε η σχέση τους να αποκτήσει νοηματική βαρύτητα αλλά και αισθητική αξία ׄ και παραπέρα, θα μας υποδείξει αν κάτι πρέπει να έρθει μπροστά ή να πάει πίσω ׄ θα ορίσει την οπτική γωνία λήψης και πώς θα χειριστούμε τα κενά ή το φως, τη σκιά και το χρώμα ή αν θα εντείνουμε ή θα μετριάσουμε το κοντράστ και το βάθος πεδίου κ.ο.κ.. Εν κατακλείδι, η λειτουργία της Σύνθεσης εξαρτάται από το κατά πόσο ο φωτογράφος μπορεί να διαμορφώσει ένα ξεκάθαρο και προσωπικό κριτήριο ιεράρχησης και εν συνεχεία να το εφαρμόσει με συνέπεια αξιολογώντας τα πάντα μέσα στο κάδρο του με βάση αυτό.
Έ, αυτό δεν μαθαίνεται παιδιά στις σχολές φωτογραφίας. Δεν είναι δυνατόν. Το μόνο πράγμα που μπορεί να μάθει κανείς γι’ αυτό είναι ότι πρέπει να το κάνει και πως το υλικό για να το κάνει θα πρέπει να το αναζητήσει στον εαυτό του. Αυτό είναι που δεν μπορεί να περιληφθεί σε συνταγές και σενάρια. Δεν είναι θέμα πλέγματος των τριών, ή των εννιά ή της χρυσής τομής κι εγώ δεν ξέρω ποιας άλλης ρετσέτας. Δεν τακτοποιούμε τα πράγματα σε μια σειρά χωρίς εκτίμηση της σχέσης τους με τα άλλα, χωρίς αξιολόγηση του νοηματικού βάρους και της αισθητικής αξίας τους. Αν αναρωτιέστε γιατί αποτυγχάνουν οι φωτογραφίες μας ενώ τηρούμε με ευλάβεια των “κανόνα (μην πω τώρα) των τριών”, η απάντηση είναι απλή: χωρίς κριτήριο αξιολόγησης τίποτα δεν μπορεί να σταθεί μέσα στο κάδρο σωστά. Και η κατάκτηση αυτής της δυνατότητας ξεκινάει από τα παιδικά μας χρόνια εμπεριέχοντας εκτός από τις φυσικές μας δεξιότητες, όλες τις εμπειρίες και τη συγκρότηση μιας ζωής, τα κόμπλεξ κατωτερότητας ή υπεροχής που κουβαλάει ο καθένας και την όποια καλλιτεχνική παιδεία διαθέτουμε. Φυσικά δεν αποκλείεται η εκδήλωση αυτής της δυνατότητας σε νεαρή ηλικία, ως ένδειξη ισχυρού ταλέντου αλλά για όλους τους υπόλοιπους η κατεύθυνση βρίσκεται στην ατομική συγκρότηση, στη δοκιμή και στο λάθος, στην επιμονή για προσωπικές λύσεις και στην απόρριψη του πειρασμού της μίμησης. Ας πούμε και αυτό: στην τέχνη είναι σημαντικό να έχεις κάτι να πεις αλλά αυτό δεν φτάνει. Από την ώρα που θα ξεκινήσεις να το πεις, αυτό που μετράει είναι το πώς θα το πεις και ο τρόπος που θα το παρουσιάσεις. Και εδώ είναι που παίζει τον ρόλο της η Σύνθεση, χάρη στην οποία το περιεχόμενο και η φόρμα συνυφαίνονται στη μορφή μιας εικόνας και, εντέλει, ενός έργου.
Για τον φωτογράφο που ενδιαφέρεται για την τέχνη, η Σύνθεση είναι το πεδίο της ιδιαίτερης συνεισφοράς του στην ποιητική της Φωτογραφίας καθώς και το πεδίο όπου κρίνεται το είδος και η ποιότητα αυτής της συνεισφοράς. Παρουσιάζεται με την ιδιαιτερότητα αλλά και την ωριμότητα της ματιάς του πάνω στον κόσμο, στα πράγματα και στις σχέσεις τους και του επιτρέπει να εκδηλώσει —ενώ ταυτόχρονα καθοδηγεί— το εκφραστικό ταλέντο που διαθέτει. Η Σύνθεση είναι το ιδιαίτερο εκείνο στοιχείο που κάνει ορατή τη διαφορά ανάμεσα στη δουλειά ενός φωτογράφου από αυτή των άλλων, ακόμα και όταν θεματικά και φορμαλιστικά κινούνται σε κοινό έδαφος. Με άλλον τρόπο συνθέτει ο Frank, με άλλον ο Kertesz και με άλλον ο Klein ή ο Bresson, για να αναφέρω γνωστές περιπτώσεις. Προσωπικό ύφος και πρωτοτυπία έκφρασης στη Φωτογραφία είναι συνυφασμένα με τη συνθετική ικανότητα η οποία κατευθύνει και αξιοποιεί τις επιλογές της φόρμας συγκροτώντας την ιδιαίτερη αισθητική ενός φωτογράφου και την ιδιαιτερότητα του έργου του. Δύσκολα πράγματα, αλλά ωραία…
Header Photo: © Eva Mahn
Photo © Dimitris Venizelos